- κνηστρίον
- κνησ-τρίον, τό,A scraper, ἰχθύων, σκυτῶν, Edict.Diocl. in IG5(1).1115Bi14, 15 (Geronthr.):—in late form [suff] κνης-τρίν,
ἀργυροῦν IG3.238a
; cf. Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀργυροῦν IG3.238a
; cf. Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνηστρίον — κνηστρίον, τὸ (Α) ξέστης, τρίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆστρον + υποκορ. κατάλ. ίον] … Dictionary of Greek